- Ουρμία ή Ριζαϊγέ
- (περσικά Νταριάτσε-ι-Ουρουμίγε ή Νταριάτσε-ι-Ριζαϊγέ ή Νταριάτσε-ι-Σάχι, αγγλ. Urmia). Λιμναία λεκάνη της βορειοδυτικής Περσίας, στο Αζερμπαϊτζάν, η μεγαλύτερη της χώρας. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1.249 μ. στους πρόποδες του ηφαιστείου του Σαχάντ (3.690 μ.), με έκταση μεταβλητή από 4.000 έως 6.000 τ. χλμ., μήκος 140 χλμ. και μέγιστο πλάτος 60 χλμ. Πρόκειται για λίμνη που αποτελεί λείψανο μιας πολύ πιο εκτεταμένης λεκάνης του πλειστόκαινου, που έχει περιοριστεί στα σημερινά όρια από τις σκωρίες των ηφαιστείων, που προκάλεσαν επίσης, εμποδίζοντας την εκροή, αύξηση της αλμυρότητας (σήμερα 25%). Η λίμνη δέχεται τα νερά μιας λεκάνης απορροής περίπου 50.000 τ. χλμ. μέσω διάφορων χειμάρρων, όπως ο Ζαρίνε, ο Τάλχε και ο Ζόλα. Έχει μέσο βάθος 5 μ. και μέγιστο 14 μ. Έχει πολυάριθμα ακατοίκητα νησιά, μεγαλύτερα από τα οποία είναι τα Σάσι, Εσέκ και Εσπίρ. Σε απόσταση περίπου 15 χλμ. από τη δυτική όχθη βρίσκεται η αρχαία πόλη Ουρμία (Ριζαϊγέ από το 1930), μεγάλο γεωργικοεμπορικό κέντρο (περ. 200 000 κάτ.), που στο παρελθόν είχε αξιόλογο ενδιαφέρον. Την πόλη, που ήταν ίσως η γενέτειρα του Ζωροάστρη, κατέλαβαν οι Άραβες τον 7o αι., οι Σελζτουκίδες τον 11o αι. και οι Μογγόλοι τον 13o αι., οι οποίοι και την κατέστρεψαν. Ανοικοδομήθηκε επί βασιλείας του Γαζάν Χαν και αποτέλεσε για μεγάλο διάστημα το μήλον της έριδας μεταξύ Περσών και Οθωμανών, από τα τέλη του 15ου αι. έως το 1722. Αργότερα τη διεκδίκησαν Τούρκοι και Ρώσοι.
Dictionary of Greek. 2013.